προσδιατρίβοντος

προσδιατρίβοντος
προσδιατρί̱βοντος , πρόσ-διατρίβω
rub hard
pres part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσδιατρίβω — Α 1. συναναστρέφομαι με κάποιον («ἑαυτοὺς αἰτιάσονται οἱ προσδιατρίβοντές σοι τῆς αὑτῶν ταραχῆς καὶ ἀπορίας», Πλάτ.) 2. ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι 3. διαμένω, παραμένω κοντά («πυρὸς ὄγκῳ προσδιατρίβοντος», Πλούτ.) 4. μένω περισσότερο χρόνο.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”